εύσωμος

εύσωμος
-η, -ο
εύρωστος, χοντρός, παχύς, γεροδεμένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εὔσωμος — sound in body masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύσωμος — η, ο (ΑΜ εὔσωμος, ον) αυτός που έχει καλή σωματική διάπλαση νεοελλ. σωματώδης, μεγαλόσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σωμος (< σώμα) πρβλ. μεγαλό σωμος, τρί σωμος] …   Dictionary of Greek

  • εὔσωμον — εὔσωμος sound in body masc/fem acc sg εὔσωμος sound in body neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσώμους — εὔσωμος sound in body masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔσωμοι — εὔσωμος sound in body masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακία — Ο στοίχος στον βυζαντινό στρατό. Ονομαζόταν και λόχος ή κουντουβέρνιον. Το πεζικό παρατασσόταν σε όρδινα (ζυγούς), που συνήθως ήταν δεκαέξι. Τα όρδινα ήταν τοποθετημένα το ένα πίσω από το άλλο, σε διάταξη φάλαγγας, και ο αριθμός τους ήταν… …   Dictionary of Greek

  • ασίκης — ισσα, ικο 1. ο αγαπητικός, ο εραστής 2. νέος με ωραία εμφάνιση, ο εύσωμος, ο λεβέντης 3. ο γενναίος 4. ο κομψός 5. ο γενναιόδωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. așik «εραστής»] …   Dictionary of Greek

  • ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά …   Dictionary of Greek

  • ευερνής — εὐερνής, ές (Α) 1. αυτός που βλασταίνει καλά, ο θαλερός («δάφναν τε εὐερνέα», Ευρ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που έχει καλά διαπλασμένο σώμα, ο εύσωμος («εὐερνέστερα νήπια», Γαλ.) 3. (για χώρα) αυτός που είναι πλούσιος σε φυτά («εὔβοτος… …   Dictionary of Greek

  • ευμεγέθης — ες (Α εὐμεγέθης, ες) αυτός που έχει αξιόλογο, αρκετό μέγεθος, ο μεγάλος, ο μεγαλούτσικος («εὐμεγέθης ἀστράγαλος», Αιν. Τακτ.) αρχ. 1. ψηλός, εύσωμος («εὐμεγέθης γυνή», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. σπουδαίος, σημαντικός («εὐμεγέθης μαρτυρία», Δημοσθ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”